Accueil > Term: εξάλειψη
εξάλειψη
Η ολοσχερής εξάλειψη του παθογόνου παράγοντα, όπως ένα άλλο βακτηρίδιο, από το Σώμα. Εξάλειψη μπορεί επίσης να αναφέρεται για την πλήρη εξάλειψη της ασθένειας από τον κόσμο, όπως την παγκόσμια εξάλειψη της ευλογιάς.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Soins de santé
- Catégorie : Prévention et traitement du SIDA
- Company: National Library of Medicine
0
Créateur
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)