Accueil > Term: επίθεση
επίθεση
1). Να προκαλέσει αισθητή αύξηση ή απώλεια μιας οικονομικής απόδοσης από ασθένεια, έντομα, πουλί ή άλλα παράσιτα 2). Να προσπαθήσει να λύσει ένα πρόβλημα στην πηγή του.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Agriculture
- Catégorie : la science Rice
- Company: IRRI
0
Créateur
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)