Accueil > Term: διάλειμμα
διάλειμμα
Μια διακοπή σε μια θεραπεία που απαιτεί εκ νέου προγραμματισμός μία ή περισσότερες περιόδους λειτουργίας επεξεργασίας.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Dispositifs médicaux
- Catégorie : Radiologie
- Company: Varian
0
Créateur
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)