Accueil > Term: coloboma
coloboma
1) Συγγενή ανωμαλία που ορισμένες από τις δομές του ματιού είναι απούσα λόγω ελλιπές σύντηξη της εμβρυϊκής Ενδοφθάλμιοι σχισμή κατά τη διάρκεια της κυοφορίας.
2) A σχισμή του οφθαλμού συνήθως του συγγενή προέλευσης.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Médical
- Catégorie : Génome humain
- Company: National Library of Medicine
0
Créateur
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)