Accueil > Term: ξηρά
ξηρά
(Lex **) ένας όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός οίνου ή άλλο ποτό που δεν είναι το γλυκό. Των οίνων, ξηρά αναφέρεται επίσης ως sec (βλ. καταχώρηση). Βλέπε ξηρά v. αφυδατώσει.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Arts culinaires
- Catégorie : Cuisine
- Company: Barrons Educational Series
0
Créateur
- Khrysaor
- 100% positive feedback