Accueil > Term: σφάλμα
σφάλμα
(1) Ένα ελάττωμα σε μια συσκευή υλικού ή το στοιχείο, για παράδειγμα, ένα βραχυκύκλωμα ή κατεστραμμένες wire.~(2) ένα εσφαλμένο βήμα, διαδικασία ή ορισμού δεδομένων σε ένα πρόγραμμα υπολογιστή. Σημείωση: αυτός ο ορισμός χρησιμοποιείται κυρίως από την πειθαρχία ανοχή σφαλμάτων. Κοινή χρήση, οι όροι "σφάλμα" και "σφάλμα" χρησιμοποιούνται για να εκφράσουμε αυτή την έννοια.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Informatique; Logiciels
- Catégorie : Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
Créateur
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)