Accueil > Term: ένυδρο
ένυδρο
Ένα στερεό πάγο-όπως υλικό που προκύπτει από το συνδυασμό ενός αερίου με νερό υπό πίεση. Του φυσικού αερίου συστατικά--μεθάνιο, αιθάνιο, προπάνιο, ισοβουτάνιο, κανονική βουτάνιο, και Σουλφίδιο υδρογόνου επίσης και διοξείδιο του άνθρακα θα διαμορφώσουν ένυδρες ουσίες. Τόσο μεγαλύτερη η πίεση στον εξοπλισμό, όσο υψηλότερη η θερμοκρασία στην οποία η ένυδρη ουσία θα αποτελέσουν, συνήθως καλά πάνω από την κατάψυξη. Ένυδρες ουσίες μπορεί να προκαλέσει περιορισμό ή διακοπή της ροής, και μπορεί να ελεγχθεί με έγχυση αλκοόλης ή με αφυδάτωση του αερίου. µΕθάνιο βρίσκονται σε ορισμένες περιοχές του permafrost και κάτω από τις μερίδες του πυθμένα του ωκεανού, και τελικά μπορεί να είναι μια πηγή του μεθανίου.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Énergie
- Catégorie : Gaz naturel
- Company: AGA
0
Créateur
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)