Accueil > Term: λιομογόνος
λιομογόνος
Αναφερόμενος σε έναν οργανισμό που μπορούν να επιτεθούν υποδοχής και να προκαλέσει μόλυνση- σχετικά με ένα διάνυσμα μεταφέρουν από ή περιέχουν ένα παθογόνου παράγοντα και σε θέση να το μεταφέρετε σε μονάδα υποδοχής.
- Partie du discours : adjective
- Secteur d’activité/Domaine : Plantes
- Catégorie : Phytopathologie
- Company: American Phytopathological Society
0
Créateur
- Khrysaor
- 100% positive feedback