Accueil > Term: βρόχος
βρόχος
(1) Μια σειρά δηλώσεων κώδικα που επαναλαμβάνεται. (2) Στoν ήχο, ένα απόσπασμα καταγραφής, μεγάλο συχνά μερικά δευτερόλεπτα ή μικρότερο, που προορίζεται να αναπαράγεται επανειλημμένα ως μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης. 2) κάνει μπούκλες
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Agriculture
- Catégorie :
- Company: Apple
0
Créateur
- RaniaIoannou
- 100% positive feedback
(Guildford, United Kingdom)