Accueil > Term: μικρόμετρο
μικρόμετρο
Μία μονάδα μήκους ίση με το ένα εκατομμυριοστό ενός μετρητή ή το ένα χιλιοστό του χιλιοστού. Το μικρόμετρο είναι ένα βολικό μήκος για τη μέτρηση μηκών κύματος της υπέρυθρης ακτινοβολίας, διάμετροι των ατμοσφαιρικών σωματιδίων, κλπ.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Météo
- Catégorie : Météorologique
- Company: AMS
0
Créateur
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)