Accueil > Term: επίσημη γλώσσα
επίσημη γλώσσα
Η γλώσσα στην οποία ένας οργανισμός αναφέρει ότι θα διεξάγει όλων των δραστηριοτήτων του.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Convention
- Catégorie : Conférences
- Company: CIC
0
Créateur
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)