Accueil > Term: οργανίδιο
οργανίδιο
Ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε κάποιο από τα διακριτές δομές μέσα σε ένα κελί που επιτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες (π.χ., μιτοχόνδρια).
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Anthropologie
- Catégorie : Anthropologie physique
- Company: Palomar College
0
Créateur
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)