Accueil > Term: πρέζα
πρέζα
Μια μικρή ποσότητα ένα ξηρό συστατικό (το ποσό που μπορεί να τσιμπημένα μεταξύ ένα δάχτυλο και τον αντίχειρα).
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Arts culinaires
- Catégorie : Cuisine
- Company: Better Homes and Gardens
0
Créateur
- Golgotha
- 100% positive feedback