Accueil > Term: στιφάδο
στιφάδο
Να μαγειρευτούν τα τρόφιμα σε υγρό για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να μαλακώσουν, συνήθως σε μια σκεπαστή κατσαρόλα. Ο όρος αναφέρεται επίσης σε ένα μίγμα που προετοίμασε το έδαφος.
- Partie du discours : verb
- Secteur d’activité/Domaine : Arts culinaires
- Catégorie : Cuisine
- Company: Better Homes and Gardens
0
Créateur
- Golgotha
- 100% positive feedback