Accueil > Term: έλκος
έλκος
Ελάττωμα, που συχνά συνδέονται με φλεγμονή, που σημειώθηκαν σε τοπικό επίπεδο ή στο επίπεδο της επιφάνειας του οργάνου ή του ιστού λόγω της sloughing των νεκρωτικών ιστών (βλ. νέκρωση).
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Biologie; Chimie
- Catégorie : Toxicologie
- Company: National Library of Medicine
0
Créateur
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)