Accueil > Term: μονάδα
μονάδα
(1) Ένα χωριστά αναπτύξετε στοιχείο που καθορίζεται στο σχεδιασμό ενός υπολογιστή λογισμικό component.~(2) λογικά διαχωρίσιμες μέρος του ενός υπολογιστή program.~(3) ένα στοιχείο λογισμικού που δεν υποδιαιρείται σε άλλες components.~(4) δείτε: μονάδα δοκιμής. Σημείωση: οι όροι "λειτουργικής μονάδας", "συστατικό", "μονάδα", και συχνά χρησιμοποιούνται εναλλακτικά ή ορίζεται να είναι sub-elements από το ένα το άλλο με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με το περιβάλλον. Τη σχέση των όρων αυτών δεν είναι ακόμη ανάγονται.
- Partie du discours : noun
- Secteur d’activité/Domaine : Informatique; Logiciels
- Catégorie : Software engineering
- Organization: IEEE Computer Society
0
Créateur
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)